ανάλαμψη
Смотреть что такое "ανάλαμψη" в других словарях:
ανάλαμψη — η (Α ἀνάλαμψις) [ἀναλάμπω] λάμψη, ακτινοβολία, αναλαμπή … Dictionary of Greek
ἀναλάμψῃ — ἀναλάμψηι , ἀνάλαμψις shining forth fem dat sg (epic) ἀναλάμπω flame up aor subj mid 2nd sg ἀναλάμπω flame up aor subj act 3rd sg ἀναλάμπω flame up fut ind mid 2nd sg ἀναλαμβάνω take up fut ind mid 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλάμψηι — ἀνάλαμψις shining forth fem dat sg (epic) ἀναλάμψῃ , ἀναλάμπω flame up aor subj mid 2nd sg ἀναλάμψῃ , ἀναλάμπω flame up aor subj act 3rd sg ἀναλάμψῃ , ἀναλάμπω flame up fut ind mid 2nd sg ἀναλάμψῃ , ἀναλαμβάνω take up fut ind mid 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)